γαργάλεμα

γαργάλεμα
το [γαργαλεύω]
βλ. γαργάλημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γαργάλεμα — το πρόκληση ερεθισμού που φέρνει γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργάλημα — και γαργάλεμα και γαργάλισμα, το και γαργαλισμός, ο ερεθισμός σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, πλευρά, πέλμα κ.ά.) που προκαλεί σύσπαση τών γελαστικών μυών …   Dictionary of Greek

  • γαργάλημα — γαργάλημα, το και γαργαλητό, το το γαργάλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργαλεμός — ο το γαργάλεμα: Με λίγο γαργαλεμό ξεσπάει σε γέλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”